Το κρασί είναι από τη φύση του μια σιωπηλή εμπειρία. Ρέει στο ποτήρι μας, αποκαλύπτει το χρώμα του, αναδίδει αρώματα, μας χαϊδεύει τον ουρανίσκο. Κι όμως, η στιγμή που αποκτά φωνή είναι όταν προσπαθούμε να το περιγράψουμε. Η γλώσσα, τότε, γίνεται η γέφυρα ανάμεσα στην ατομική εμπειρία και στη συλλογική κατανόηση.
Η οργανοληπτική ανάλυση εκτός από τεχνική είναι μια πράξη πολιτισμού. Όταν λέμε πως ένα κρασί «θυμίζει ώριμα κόκκινα φρούτα», « θυμίζει μέλι από θυμάρι» ή «αναδίδει νότες καπνού», στην πραγματικότητα μοιραζόμαστε μνήμες. Δεν περιγράφουμε μόνο το υγρό μέσα στο ποτήρι, αλλά κι έναν κόσμο δικό μας, εμπειριών, εικόνων και συναισθημάτων.
Σε κάθε κοινωνία, η γλώσσα του κρασιού εξελίχθηκε με τρόπο που να ενώνει. Οι Γάλλοι μιλούν για «terroir», οι Ιταλοί για «gusto», οι Έλληνες για «μεστότητα» και «αρμονία». Διαφορετικές λέξεις με ίδιο στόχο. Να δώσουμε σχήμα στο άυλο. Μέσα από τις λέξεις, ο πολιτισμός αναγνωρίζει το κρασί όχι μόνο ως προϊόν, αλλά και ως φορέα ταυτότητας.
Η οργανοληπτική περιγραφή είναι ταυτόχρονα και επιστήμη και ποίηση. Από τη μια πλευρά, υπάρχει η αυστηρότητα όπως χρώμα, διαύγεια, ένταση αρωμάτων, οξύτητα, τανίνες. Από την άλλη, υπάρχει η ελευθερία, η υποκειμενική μνήμη που θα συγκρίνει ένα Μαραθεύτικο με το δέρμα ενός παλιού βιβλίου ή ένα Ξυνιστέρι με το θαλασσινό αεράκι. Και σε αυτήν ακριβώς τη συνάντηση επιστήμης και φαντασίας κρύβεται η μαγεία του κρασιού.
Αν το κρασί είναι γεύση, η γευσιγνωσία είναι αφήγηση. Χωρίς λέξεις, η εμπειρία μένει εσωτερική, προσωπική. Με τις λέξεις, γίνεται κοινή, κοινωνική. Ο γευσιγνώστης, ο οινοχόος, ο απλός οινόφιλος που περιγράφει ένα ποτήρι, στην ουσία γράφει μια μικρή ιστορία που φέρνει τον άλλον πιο κοντά του.
Η περιγραφή ενός κρασιού είναι μνήμη, ταυτότητα, πολιτισμός. Είναι η γέφυρα που μας ενώνει γύρω από το ποτήρι, κάνοντάς μας να καταλάβουμε λίγο καλύτερα όχι μόνο το κρασί, αλλά και ο ένας τον άλλον.