Είναι γνωστό και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι η όσφρηση είναι μια από τις πιο «πρωτόγονες» αισθήσεις μας και συνδέεται με βαθιές περιοχές του εγκεφάλου μας που σχετίζονται περισσότερο με το συναίσθημα και το ένστικτο παρά με τη λογική και την τάξη.
Ο Μαρσέλ Προυστ, στο πιο διάσημο λογοτεχνικό παράδειγμα στο βιβλίο του Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, φαίνεται να νοσταλγεί από τη γεύση ενός μπισκότου βουτηγμένου σε τσάι. Για άλλους, μπορεί να είναι μια μυρωδιά ή ένα θέαμα που προκαλεί μια επιλεκτική μνήμη. Ο Προυστ σημείωσε ότι είχε δει και δοκιμάσει μπισκότα μαντελέν πολλές φορές από την παιδική του ηλικία – προφανώς αυτά είναι ένα συνηθισμένο θέαμα στα γαλλικά αρτοποιεία και ζαχαροπλαστεία, αλλά δεν είχε δοκιμάσει μια μαντελέν βουτηγμένη σε τσάι από μικρό παιδί.
Εδώ βρίσκουμε το σημείο ένωσης με το κρασί. Ας αφήσουμε για λίγο στην άκρη την εμφάνιση του κρασιού και ας μιλήσουμε για τα αρώματά του και το τι μας προκαλεί.
Όπως το παράδειγμα με τον Προυστ, τα αρώματα του κρασιού μας μεταφέρουν σε ένα μέρος ή μας θυμίζουν έναν άνθρωπο ή μας ξυπνούν συναισθήματα. Μπορεί και τίποτα από όλα αυτά, εξ ου και ένα κρασί «που δεν λέει κάτι». Η λέξη κλειδί εδώ είναι ή «μεταφορά». Το άρωμα μας συγκινεί, για μια στιγμή σκίζει τον ιστό της πραγματικότητας γύρω μας και μας τοποθετεί στην επικράτεια των αναμνήσεων και των συναισθημάτων μας.
Είναι μια αναγκαιότητα, να κλείσουμε τα μάτια για να αφαιρεθούμε σε εκείνο το μέρος, σε εκείνον τον άνθρωπο ή σε εκείνο το συναίσθημα. Για μια στιγμή μεταφερόμαστε μέσα μας σε μια εναλλακτική πραγματικότητα που επεκτείνεται ανάμεσα σε μια εισπνοή και μια εκπνοή, και που στο διάστημα αυτό γινόμαστε ένα με το άπειρο, που ο χώρος και ο χρόνος δεν έχουν καμιά επιρροή πάνω μας και επικοινωνούμε με αυτό το μικρό κομμάτι μνήμης που ξεριζώνουμε από μέσα μας.
Αυτή είναι η μαγεία του κρασιού.